- κόκαλο
- και κόκκαλο, το (Μ κόκκαλον)1. οστό2. φρ. «τρώγω κάποιον ώς το κόκαλο» — εκμεταλλεύομαι κάποιον πάρα πολύνεοελλ.1. εργαλείο ή εξάρτημα κατασκευασμένο από οστό, όπως π.χ. το πλήκτρο τού πιάνου2. μικρό εργαλείο από ξύλο, μέταλλο ή κόκαλο, με το οποίο υποβοηθείται η εισαγωγή τού ποδιού στο υπόδημα3. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, κουκούτσι4. φρ. α) «γερό κόκαλο» — άνθρωπος ισχυρής κράσης, πολύ υγιής και ανθεκτικόςβ) «είμαι πετσί και κόκαλο» — είμαι άτομο πολύ αδύνατο, είμαι λιπόσαρκοςγ) «αφήνω κάπου τα κόκαλά μου» — πεθαίνω σε έναν τόποδ) «μένω κόκαλο» — μένω άναυδος, μένω εμβρόντητοςε) «κόκαλα έχει ο καφές;» — λέγεται ως εκδήλωση ανησυχίας για την αργοπορία σερβιρίσματος τού καφέστ) «αυτή η δουλειά έχει κόκαλα» — αυτή η δουλειά είναι δύσκολη στην εκτέλεσή τηςζ) «έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο» — το κακό έφτασε στο απροχώρητοη) «παλιό κόκαλο» άτομο μεγάλης ηλικίας5. παροιμ. «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει» — με τη συκοφαντία και την προσβολή μπορεί κάποιος να προκαλέσει το μεγαλύτερο κακό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκαλος, με αλλαγή γένους, κατά το ὀστοῦν].
Dictionary of Greek. 2013.